- ἀναγορεύομαι
- ἀναγορεύωproclaim publiclypres ind mp 1st sgἀναγορεύωproclaim publiclypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναγορεύομαι — αναγορεύομαι, αναγορεύτηκα και αναγορεύθηκα, αναγορευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής